αιματόγραπτος

αιματόγραπτος
-η, -ο
ο γραμμένος με αίμα («αιματόγραπτη ειρήνη», αυτή που υπογράφηκε μετά από αιματηρό πόλεμο).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε από τον Αλ. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”